- χοιροτροφείο
- το / χοιροτροφεῑον, ΝΑ [χοιροτρόφος]χώρος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροοτάσιοαρχ.επίδεσμος για το γυναικείο αιδοίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοιροτροφείο — το μέρος όπου διατρέφονται χοίροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουρουνομάντρι — το και μάντρα, η χοιροτροφείο … Dictionary of Greek
χοιροστάσιο — και χοιροστάσι, το, Ν στάβλος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροστάτης. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροστάσιον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek